- δεητήριον
- δεητήριον, το (Μ)1. αίτηση που απευθύνεται στον αυτοκράτορα2. μικρό βιβλίο με δεήσεις, προσευχές3. τόπος προσευχής4. πληθ. τὰ δεητήριαδεήσεις προς τον Θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < *δεητήριος < δέησις + (επίθημα) -τήριος*].
Dictionary of Greek. 2013.